02/05/23  ━━   5 min read

Κετογονική δίαιτα: διατροφικό προφίλ και κλινική εφαρμογή

Η κετογονική δίαιτα (ketogenic / keto diet) αποτελεί ένα θεραπευτικό διαιτητικό σχήμα ιδιαίτερα χαμηλό σε υδατάνθρακες και αρκετά υψηλό σε λιπαρά οξέα, με επαρκή επίπεδα πρωτεϊνών και ενέργειας (θερμίδων) συνολικά, που μιμείται τη μεταβολική απόκριση συνθηκών υποσιτισμού για να οδηγήσει σε αναγκαστική καύση λίπους μέσω της προκληθείσας παραγωγής κετονών. Διαφημίζεται ευρέως σε σχέση με τη διαχείριση βάρους και τον γλυκαιμικό έλεγχο, ωστόσο πρόκειται για διαιτητικό πρωτόκολλο κλινικής διατροφής που σχεδιάζεται από κλινικό διαιτολόγο-διατροφολόγο με εφαρμογή σε ορισμένες δύσκολα διαχειρίσιμες περιπτώσεις παιδικής επιληψίας όπου η φαρμακευτική αγωγή δεν επαρκεί για τον κατευνασμό των συμπτωμάτων (drug-resistant epilepsy).

Ο συνήθης καταμερισμός των μακροθρεπτικών συστατικών δεν είναι ισορροπημένος σε αυτό το διαιτητικό σχήμα που πρωτοεντάχθηκε στη θεραπευτική γραμμή της παιδικής επιληψίας κατά τη δεκαετία του 1920 από τον Russel Wilder, και έχει ως εξής:

  • 70-80% λιπαρά οξέα, μακράν άνω του συνιστώμενου ορίου 30% για καλή καρδιαγγειακή υγεία (American Heart Association Statement on Cardiovascular Health)
  • 5-10% υδατάνθρακες, υπερβολικά χαμηλό ποσοστό δεδομένου ότι οι υδατάνθρακες (γλυκόζη) αποτελούν την κατεξοχήν καύσιμη ύλη του οργανισμού
  • 15-20% πρωτεΐνες
  • μερικός θερμιδικός περιορισμός (partial caloric restriction), της τάξεως του 10-25%

Τα μακροθρεπτικά συστατικά στην αυθεντική κετογονική δίαιτα συνήθως έχουν την αναλογία 4 λιπαρά οξέα προς 1 υδατάνθρακες + πρωτεΐνες (4:1 ratio). Ωστόσο, υπάρχει και η αναλογία 3:1, όπως επίσης και παραλλαγές του κλινικού αυτού διαιτολογικού σχήματος (δίαιτα τριγλυκεριδίων μέσης αλυσίδας MCT, τροποποιημένη δίαιτα Atkins, δίαιτα χαμηλού Γλυκαιμικού Δείκτη). Ανεξαρτήτως του πώς μεταφράζεται ο επιλεγμένος καταμερισμός των μακροθρεπτικών συστατικών στις καθημερινές διατροφικές επιλογές, η ποσότητα των υδατανθράκων είναι υπερβολικά χαμηλή, αν κατανοήσει κανείς ότι σε μια ημερήσια ενεργειακή πρόσληψη 2000 θερμίδων οι υδατάνθρακες στο πλάνο αυτό υπολογίζονται σε 20 γραμμάρια το ελάχιστο έως 50 γραμμάρια το πολύ, με μία μέτρια μπανάνα να περιέχει περίπου 27 γραμμάρια υδατανθράκων.

Κετογονική δίαιτα δεδομένα
Κετογονική δίαιτα δεδομένα

(a) Καταμερισμός μακροθρεπτικών συστατικών στην αυθεντική κετογονική δίαιτα και παραλλαγές διαιτητικού σχήματος. (b) Δημοσιευμένες επιστημονικές μελέτες (Pubmed) για την κετογονική δίαιτα. Η χρήση κλινικών διαιτητικών σχημάτων με πρώτιστη κλινική θεραπευτική ανάγκη από το ευρύ κοινό ήταν σπάνια έως ανύπαρκτη, ωστόσο το αυξημένο ενδιαφέρον της τελευταίας δεκαπενταετίας καλεί στην αναγκαιότητα επιστημονικών διευκρινίσεων.
(εικόνα από Zhu et al, 2022)

Mηχανισμός δράσης κετογονικής δίαιτας

Η κετογονική δίαιτα πρακτικά μιμείται το μεταβολικό μονοπάτι μιας κατάστασης νηστείας (αποχής από την τροφή, fasting state), με αποτέλεσμα τον στοχευμένο μεταβολισμό διαφορετικού υποστρώματος (βιολογικού μακρομορίου), εν προκειμένω την καύση λίπους.

Σε καθεμία από τις 4 παραλλαγές του, το κετογονικό διαιτητικό σχήμα:

  • Εξαντλεί σε πρώτη φάση τα αποθέματα γλυκόζης του οργανισμού (γλυκογόνο), αφού προσφέρει ελαχιστότατους υδατάνθρακες μέσω της τροφής (5-10%).
  • Εξαναγκάζει τον οργανισμό, και ειδικότερα το ήπαρ, να χρησιμοποιήσει το λίπος ως κύρια καύσιμη ύλη, ο μεταβολισμός του οποίου συνεπάγεται την παραγωγή κετονών (κετογένεση, ketogenesis), με συνέπεια τη χαρακτηριστικά έντονη κακοσμία του στόματος, τον περιορισμό της όρεξης αλλά και πιθανές παρενέργειες για την υγεία.

Οι κετόνες (ketone bodies) αποτελούν τη στοχευμένη πηγή ενέργειας σε εκείνη τη φάση, υποκαθιστώντας τη γλυκόζη που είναι δομικό συστατικό των υδατανθράκων, οι οποίοι όμως είναι σχεδόν ανύπαρκτοι σε αυτό το διαιτητικό σχήμα (5-10%).

Κετογονική δίαιτα και απώλεια βάρους

Η κετογένεση είναι ένας φυσιολογικός μηχανισμός του ανθρώπινου σώματος, που προκύπτει κατά την ολιγόωρη αποχή από την τροφή, π.χ. λόγω ύπνου ή νηστείας. Ωστόσο, όταν η κετογένεση εντάσσεται σταθερά σε ένα κετογονικό διαιτητικό πρωτόκολλο, γίνεται επαναλαμβανόμενη και αποκτά παρατεταμένη διάρκεια που μπορεί να αποβεί επικίνδυνη για την υγεία λόγω της συσσώρευσης κετονοσωμάτων στην κυκλοφορία του αίματος.
Αυτό που κάνει την κετογονική δίαιτα δημοφιλή σε αυτούς που επιζητούν την απώλεια βάρους είναι η προκληθείσα επιταχυνόμενη λιπόλυση, η οποία όμως συνοδεύεται από μειονεκτήματα και παρενέργειες, γι’ αυτό και οφείλει να συνοδεύεται από προϋποθέσεις εφαρμογής και διάρκειας, υπό ιατρική και διαιτολογική επίβλεψη. Ταυτόχρονα, αξίζει να αναφερθεί ότι λιπόλυση προκύπτει με την εφαρμογή οποιασδήποτε υποθερμιδικής δίαιτας και ιδίως άσκησης, ξεχωριστά ή σε συνδυασμό.

Κλινικές εφαρμογές κετογονικής δίαιτας

Λόγω των πλειοτροπικών νευροπροστατευτικών της ιδιοτήτων, η κετογονική δίαιτα αποτελεί μελετώμενη θεραπευτική προσέγγιση πλησίον της ιατροφαρμακευτικής αγωγής για ένα ευρύ φάσμα νευρολογικών διαταραχών (neurological diseases), όπως οι ημικρανίες, ο καρκίνος του εγκεφάλου, το φάσμα του αυτισμού, η νόσος Alzheimer (Alzheimer’s disease), η νόσος του Πάρκινσον (Parkinson’s disease), η μυατροφική πλευρική σκλήρυνση (amyotrophic lateral sclerosis, ALS),  αλλά και νευρολογικές διαταραχές του ύπνου, που εν μέρει σχετίζονται με τη δυσκολία ρύθμισης της προσλαμβανόμενης ενέργειας και την ενδοκυτταρική σηματοδότηση του μεταβολισμού, όπου τα μιτοχόνδρια φαίνεται πως συμμετέχουν ενεργά.

Η εν γένει εφαρμογή στοχευμένης κετογονικής διαιτητικής θεραπείας έχει προσελκύσει αυξημένο ερευνητικό ενδιαφέρον στο πεδίο του νευρομεταβολισμού, αναγνωρίζοντας ότι η βιοενεργειακή απορρύθμιση (bioenergetic dysregulation) που οδηγεί σε ενεργειακή αποτυχία (energy failure) με πιθανό ένοχο τη μιτοχονδριακή δυσλειτουργία (mitochondrial dysfunction), μπορεί να αποτελεί κρίσιμο παράγοντα παθοφυσιολογίας σε νευροεκφυλιστικές ασθένειες (neurodegenerative diseases). Ουσιαστικά, οποιαδήποτε ασθένεια η παθογένεση της οποίας προκύπτει από διαταραχές στη χρήση της προσλαμβανόμενης ενέργειας από το κύτταρο, χρήζει διατροφικής θεραπείας προς την εφικτή αποκατάσταση του φυσιολογικού μεταβολισμού, μέσω επιγενετικών μηχανισμών που επιδρούν στην ανάπτυξη χρόνιων ασθενειών. Επιπλέον την τελευταία δεκαετία, η πολλά υποσχόμενη θεραπευτική δράση της κετογονικής δίαιτας έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης για νόσους και καταστάσεις υγείας όπως η παχυσαρκία και οι κακοήθειες, με εφαρμογή καθορισμένης χρονικής διάρκειας υπό την επίβλεψη κλινικού διαιτολόγου-διατροφολόγου.

Μειονεκτήματα και παρενέργειες κετογονικής δίαιτας

Η υιοθέτηση μιας κετογονικής διατροφής δίχως κλινική διατροφική επίβλεψη ή άνευ ορθής αιτιολογίας, ελλοχεύει το ενδεχόμενο για:

  • Διατροφικές ελλείψεις (nutritional deficiencies), καθώς παρέχει λιγότερες φυτικές ίνες, λιγότερο φώσφορο και μικρότερη ποσότητα βιταμινών D, B6, C και Ε – κατ’ εξαίρεση, η κετογονική διατροφή παρέχει περισσότερη βιταμίνη Β12.
  • Αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης δυσλιπιδαιμίας (χοληστερίνη, τριγλυκερίδια κ.α.), λόγω της υψηλής περιεκτικότητας σε κορεσμένα λιπαρά (saturated fat) τα οποία κανονικά δεν πρέπει να ξεπερνούν το 7% της ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης προς όφελος της καρδιαγγειακής υγείας (cardiovascular health).
  • Προβλήματα στην ηπατική και νεφρική λειτουργία.
  • Υπογλυκαιμία, σάκχαρο και ινσουλινοαντίσταση, ή διαβητική κετοξέωση.
  • Δυσκοιλιότητα.
  • Ζαλάδα και διακυμάνσεις στη διάθεση.

Κετογονική δίαιτα: συμβαδίζει με την υγεία;

Η θεωρία της κετογένεσης στην κατεύθυνση της καύσης λίπους συναρπάζει το ευρύ κοινό που δε διαθέτει την απαραίτητη επιστημονική γνώση, και έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον ως η λύση-θαύμα στη διαχείριση του βάρους, ωστόσο η κετογονική δίαιτα:

  • Δεν είναι ισορροπημένη διατροφή, καθώς περιέχει ελάχιστη ποσότητα φρούτων και λαχανικών, δημητριακών ολικής αλέσεως και τροφίμων που είναι πηγές ασβεστίου και βιταμινών D και σύμπλεγμα Β.
  • Χρήζει συμπληρωμάτων διατροφής σε συνάφεια με τις διατροφικές ελλείψεις μικροθρεπτικών συστατικών που επιφέρει.
  • Αποτελεί μια προσέγγιση στέρησης ενέργειας, δεδομένου ότι οι υδατάνθρακες αποτελούν την κατεξοχήν καύσιμη ύλη του ανθρώπινου οργανισμού.
  • Είναι πρακτικά δύσκολο να τηρηθεί καθώς είναι ιδιαίτερα περιοριστική.
  • Παρότι υπάρχουν επιστημονικές ενδείξεις για την επίδραση της στη δραστική μείωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης σε αναλογία με τη δραστική μείωση των υδατανθράκων, όμοια οφέλη αποδεικνύεται πως προσφέρει η Μεσογειακή διατροφή που είναι ισορροπημένη και ευκολότερη να τηρηθεί.
  • Έχει ημερομηνία λήξης, με επανένταξη των αποκλειώμενων τροφίμων μετά την ολοκλήρωση του πρωτοκόλλου αυτής, υπό την επίβλεψη διαιτολόγου-διατροφολόγου, για την απαραίτητη μετάβαση σε ένα ισορροπημένο διατροφικό μοτίβο όπως αυτό της Μεσογειακής διατροφής.

Ευεργετική σε πολλαπλές κατευθύνσεις που συνάδουν με την υγεία αλλά και τη διαχείριση του βάρους είναι η υιοθέτηση των ακόλουθων διατροφικών συνηθειών:

  • Μείωση της κατανάλωσης επεξεργασμένων υδατανθράκων.
  • Έμφαση στους υδατάνθρακες με υψηλή διατροφική αξία, όπως προϊόντα ολικής αλέσεως, φρούτα και λαχανικά, που είναι πλούσια σε φυτικές ίνες, βιταμίνες και ιχνοστοιχεία, αλλά και γαλακτομικά που περιέχουν πρωτεΐνες και προβιοτικά (π.χ. γιαούρτι, κεφίρ).
  • Σωστός καταμερισμός των υδατανθράκων στα γεύματα και σνακ της ημέρας ανά 3-4 ώρες, για βέλτιστο μεταβολισμό και γλυκαιμικό έλεγχο.
  • Έμφαση σε μονοακόρεστα και πολυακόρεστα λιπαρά: ψάρια και θαλασσινά (ιδίως λιπαρά ψάρια π.χ. σαρδέλα και σολομός), αβοκάντο, ξηροί καρποί και σπόροι (π.χ. λιναρόσπορος), ταχίνι, ελαιόλαδο.
  • Αποφυγή επεξεργασμένου κόκκινου κρέατος (π.χ. αλλαντικά).
  • Προτίμηση πηγών πρωτεΐνης με μειωμένα ή ανύπαρκτα κορεσμένα λιπαρά: γαλακτοκομικά χαμηλών λιπαρών, όσπρια, αυγό, ξηροί καρποί και σπόροι.

Συνδυασμοί τροφών εντός γευστικών προτιμήσεων, με τη βοήθεια διατροφολόγου.

Ιωάννα Αδαμίδου MS, RD

Διαιτολόγος – Διατροφολόγος & Βιολόγος

02/05/23  ━━   5 min read

Κετογονική δίαιτα: διατροφικό προφίλ και κλινική εφαρμογή

Η κετογονική δίαιτα (ketogenic / keto diet) αποτελεί ένα θεραπευτικό διαιτητικό σχήμα ιδιαίτερα χαμηλό σε υδατάνθρακες και αρκετά υψηλό σε λιπαρά οξέα, με επαρκή επίπεδα πρωτεϊνών και ενέργειας (θερμίδων) συνολικά, που μιμείται τη μεταβολική απόκριση συνθηκών υποσιτισμού για να οδηγήσει σε αναγκαστική καύση λίπους μέσω της προκληθείσας παραγωγής κετονών. Διαφημίζεται ευρέως σε σχέση με τη διαχείριση βάρους και τον γλυκαιμικό έλεγχο, ωστόσο πρόκειται για διαιτητικό πρωτόκολλο κλινικής διατροφής που σχεδιάζεται από κλινικό διαιτολόγο-διατροφολόγο με εφαρμογή σε ορισμένες δύσκολα διαχειρίσιμες περιπτώσεις παιδικής επιληψίας όπου η φαρμακευτική αγωγή δεν επαρκεί για τον κατευνασμό των συμπτωμάτων (drug-resistant epilepsy).

Ο συνήθης καταμερισμός των μακροθρεπτικών συστατικών δεν είναι ισορροπημένος σε αυτό το διαιτητικό σχήμα που πρωτοεντάχθηκε στη θεραπευτική γραμμή της παιδικής επιληψίας κατά τη δεκαετία του 1920 από τον Russel Wilder, και έχει ως εξής:

  • 70-80% λιπαρά οξέα, μακράν άνω του συνιστώμενου ορίου 30% για καλή καρδιαγγειακή υγεία (American Heart Association Statement on Cardiovascular Health)
  • 5-10% υδατάνθρακες, υπερβολικά χαμηλό ποσοστό δεδομένου ότι οι υδατάνθρακες (γλυκόζη) αποτελούν την κατεξοχήν καύσιμη ύλη του οργανισμού
  • 15-20% πρωτεΐνες
  • μερικός θερμιδικός περιορισμός (partial caloric restriction), της τάξεως του 10-25%

Τα μακροθρεπτικά συστατικά στην αυθεντική κετογονική δίαιτα συνήθως έχουν την αναλογία 4 λιπαρά οξέα προς 1 υδατάνθρακες + πρωτεΐνες (4:1 ratio). Ωστόσο, υπάρχει και η αναλογία 3:1, όπως επίσης και παραλλαγές του κλινικού αυτού διαιτολογικού σχήματος (δίαιτα τριγλυκεριδίων μέσης αλυσίδας MCT, τροποποιημένη δίαιτα Atkins, δίαιτα χαμηλού Γλυκαιμικού Δείκτη). Ανεξαρτήτως του πώς μεταφράζεται ο επιλεγμένος καταμερισμός των μακροθρεπτικών συστατικών στις καθημερινές διατροφικές επιλογές, η ποσότητα των υδατανθράκων είναι υπερβολικά χαμηλή, αν κατανοήσει κανείς ότι σε μια ημερήσια ενεργειακή πρόσληψη 2000 θερμίδων οι υδατάνθρακες στο πλάνο αυτό υπολογίζονται σε 20 γραμμάρια το ελάχιστο έως 50 γραμμάρια το πολύ, με μία μέτρια μπανάνα να περιέχει περίπου 27 γραμμάρια υδατανθράκων.

Κετογονική δίαιτα δεδομένα
Κετογονική δίαιτα δεδομένα

(a) Καταμερισμός μακροθρεπτικών συστατικών στην αυθεντική κετογονική δίαιτα και παραλλαγές διαιτητικού σχήματος. (b) Δημοσιευμένες επιστημονικές μελέτες (Pubmed) για την κετογονική δίαιτα. Η χρήση κλινικών διαιτητικών σχημάτων με πρώτιστη κλινική θεραπευτική ανάγκη από το ευρύ κοινό ήταν σπάνια έως ανύπαρκτη, ωστόσο το αυξημένο ενδιαφέρον της τελευταίας δεκαπενταετίας καλεί στην αναγκαιότητα επιστημονικών διευκρινίσεων.
(εικόνα από Zhu et al, 2022)

Mηχανισμός δράσης κετογονικής δίαιτας

Η κετογονική δίαιτα πρακτικά μιμείται το μεταβολικό μονοπάτι μιας κατάστασης νηστείας (αποχής από την τροφή, fasting state), με αποτέλεσμα τον στοχευμένο μεταβολισμό διαφορετικού υποστρώματος (βιολογικού μακρομορίου), εν προκειμένω την καύση λίπους.

Σε καθεμία από τις 4 παραλλαγές του, το κετογονικό διαιτητικό σχήμα:

  • Εξαντλεί σε πρώτη φάση τα αποθέματα γλυκόζης του οργανισμού (γλυκογόνο), αφού προσφέρει ελαχιστότατους υδατάνθρακες μέσω της τροφής (5-10%).
  • Εξαναγκάζει τον οργανισμό, και ειδικότερα το ήπαρ, να χρησιμοποιήσει το λίπος ως κύρια καύσιμη ύλη, ο μεταβολισμός του οποίου συνεπάγεται την παραγωγή κετονών (κετογένεση, ketogenesis), με συνέπεια τη χαρακτηριστικά έντονη κακοσμία του στόματος, τον περιορισμό της όρεξης αλλά και πιθανές παρενέργειες για την υγεία.

Οι κετόνες (ketone bodies) αποτελούν τη στοχευμένη πηγή ενέργειας σε εκείνη τη φάση, υποκαθιστώντας τη γλυκόζη που είναι δομικό συστατικό των υδατανθράκων, οι οποίοι όμως είναι σχεδόν ανύπαρκτοι σε αυτό το διαιτητικό σχήμα (5-10%).

Κετογονική δίαιτα και απώλεια βάρους

Η κετογένεση είναι ένας φυσιολογικός μηχανισμός του ανθρώπινου σώματος, που προκύπτει κατά την ολιγόωρη αποχή από την τροφή, π.χ. λόγω ύπνου ή νηστείας. Ωστόσο, όταν η κετογένεση εντάσσεται σταθερά σε ένα κετογονικό διαιτητικό πρωτόκολλο, γίνεται επαναλαμβανόμενη και αποκτά παρατεταμένη διάρκεια που μπορεί να αποβεί επικίνδυνη για την υγεία λόγω της συσσώρευσης κετονοσωμάτων στην κυκλοφορία του αίματος.
Αυτό που κάνει την κετογονική δίαιτα δημοφιλή σε αυτούς που επιζητούν την απώλεια βάρους είναι η προκληθείσα επιταχυνόμενη λιπόλυση, η οποία όμως συνοδεύεται από μειονεκτήματα και παρενέργειες, γι’ αυτό και οφείλει να συνοδεύεται από προϋποθέσεις εφαρμογής και διάρκειας, υπό ιατρική και διαιτολογική επίβλεψη. Ταυτόχρονα, αξίζει να αναφερθεί ότι λιπόλυση προκύπτει με την εφαρμογή οποιασδήποτε υποθερμιδικής δίαιτας και ιδίως άσκησης, ξεχωριστά ή σε συνδυασμό.

Κλινικές εφαρμογές κετογονικής δίαιτας

Λόγω των πλειοτροπικών νευροπροστατευτικών της ιδιοτήτων, η κετογονική δίαιτα αποτελεί μελετώμενη θεραπευτική προσέγγιση πλησίον της ιατροφαρμακευτικής αγωγής για ένα ευρύ φάσμα νευρολογικών διαταραχών (neurological diseases), όπως οι ημικρανίες, ο καρκίνος του εγκεφάλου, το φάσμα του αυτισμού, η νόσος Alzheimer (Alzheimer’s disease), η νόσος του Πάρκινσον (Parkinson’s disease), η μυατροφική πλευρική σκλήρυνση (amyotrophic lateral sclerosis, ALS),  αλλά και νευρολογικές διαταραχές του ύπνου, που εν μέρει σχετίζονται με τη δυσκολία ρύθμισης της προσλαμβανόμενης ενέργειας και την ενδοκυτταρική σηματοδότηση του μεταβολισμού, όπου τα μιτοχόνδρια φαίνεται πως συμμετέχουν ενεργά.

Η εν γένει εφαρμογή στοχευμένης κετογονικής διαιτητικής θεραπείας έχει προσελκύσει αυξημένο ερευνητικό ενδιαφέρον στο πεδίο του νευρομεταβολισμού, αναγνωρίζοντας ότι η βιοενεργειακή απορρύθμιση (bioenergetic dysregulation) που οδηγεί σε ενεργειακή αποτυχία (energy failure) με πιθανό ένοχο τη μιτοχονδριακή δυσλειτουργία (mitochondrial dysfunction), μπορεί να αποτελεί κρίσιμο παράγοντα παθοφυσιολογίας σε νευροεκφυλιστικές ασθένειες (neurodegenerative diseases). Ουσιαστικά, οποιαδήποτε ασθένεια η παθογένεση της οποίας προκύπτει από διαταραχές στη χρήση της προσλαμβανόμενης ενέργειας από το κύτταρο, χρήζει διατροφικής θεραπείας προς την εφικτή αποκατάσταση του φυσιολογικού μεταβολισμού, μέσω επιγενετικών μηχανισμών που επιδρούν στην ανάπτυξη χρόνιων ασθενειών. Επιπλέον την τελευταία δεκαετία, η πολλά υποσχόμενη θεραπευτική δράση της κετογονικής δίαιτας έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης για νόσους και καταστάσεις υγείας όπως η παχυσαρκία και οι κακοήθειες, με εφαρμογή καθορισμένης χρονικής διάρκειας υπό την επίβλεψη κλινικού διαιτολόγου-διατροφολόγου.

Μειονεκτήματα και παρενέργειες κετογονικής δίαιτας

Η υιοθέτηση μιας κετογονικής διατροφής δίχως κλινική διατροφική επίβλεψη ή άνευ ορθής αιτιολογίας, ελλοχεύει το ενδεχόμενο για:

  • Διατροφικές ελλείψεις (nutritional deficiencies), καθώς παρέχει λιγότερες φυτικές ίνες, λιγότερο φώσφορο και μικρότερη ποσότητα βιταμινών D, B6, C και Ε – κατ’ εξαίρεση, η κετογονική διατροφή παρέχει περισσότερη βιταμίνη Β12.
  • Αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης δυσλιπιδαιμίας (χοληστερίνη, τριγλυκερίδια κ.α.), λόγω της υψηλής περιεκτικότητας σε κορεσμένα λιπαρά (saturated fat) τα οποία κανονικά δεν πρέπει να ξεπερνούν το 7% της ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης προς όφελος της καρδιαγγειακής υγείας (cardiovascular health).
  • Προβλήματα στην ηπατική και νεφρική λειτουργία.
  • Υπογλυκαιμία, σάκχαρο και ινσουλινοαντίσταση, ή διαβητική κετοξέωση.
  • Δυσκοιλιότητα.
  • Ζαλάδα και διακυμάνσεις στη διάθεση.

Κετογονική δίαιτα: συμβαδίζει με την υγεία;

Η θεωρία της κετογένεσης στην κατεύθυνση της καύσης λίπους συναρπάζει το ευρύ κοινό που δε διαθέτει την απαραίτητη επιστημονική γνώση, και έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον ως η λύση-θαύμα στη διαχείριση του βάρους, ωστόσο η κετογονική δίαιτα:

  • Δεν είναι ισορροπημένη διατροφή, καθώς περιέχει ελάχιστη ποσότητα φρούτων και λαχανικών, δημητριακών ολικής αλέσεως και τροφίμων που είναι πηγές ασβεστίου και βιταμινών D και σύμπλεγμα Β.
  • Χρήζει συμπληρωμάτων διατροφής σε συνάφεια με τις διατροφικές ελλείψεις μικροθρεπτικών συστατικών που επιφέρει.
  • Αποτελεί μια προσέγγιση στέρησης ενέργειας, δεδομένου ότι οι υδατάνθρακες αποτελούν την κατεξοχήν καύσιμη ύλη του ανθρώπινου οργανισμού.
  • Είναι πρακτικά δύσκολο να τηρηθεί καθώς είναι ιδιαίτερα περιοριστική.
  • Παρότι υπάρχουν επιστημονικές ενδείξεις για την επίδραση της στη δραστική μείωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης σε αναλογία με τη δραστική μείωση των υδατανθράκων, όμοια οφέλη αποδεικνύεται πως προσφέρει η Μεσογειακή διατροφή που είναι ισορροπημένη και ευκολότερη να τηρηθεί.
  • Έχει ημερομηνία λήξης, με επανένταξη των αποκλειώμενων τροφίμων μετά την ολοκλήρωση του πρωτοκόλλου αυτής, υπό την επίβλεψη διαιτολόγου-διατροφολόγου, για την απαραίτητη μετάβαση σε ένα ισορροπημένο διατροφικό μοτίβο όπως αυτό της Μεσογειακής διατροφής.

Ευεργετική σε πολλαπλές κατευθύνσεις που συνάδουν με την υγεία αλλά και τη διαχείριση του βάρους είναι η υιοθέτηση των ακόλουθων διατροφικών συνηθειών:

  • Μείωση της κατανάλωσης επεξεργασμένων υδατανθράκων.
  • Έμφαση στους υδατάνθρακες με υψηλή διατροφική αξία, όπως προϊόντα ολικής αλέσεως, φρούτα και λαχανικά, που είναι πλούσια σε φυτικές ίνες, βιταμίνες και ιχνοστοιχεία, αλλά και γαλακτομικά που περιέχουν πρωτεΐνες και προβιοτικά (π.χ. γιαούρτι, κεφίρ).
  • Σωστός καταμερισμός των υδατανθράκων στα γεύματα και σνακ της ημέρας ανά 3-4 ώρες, για βέλτιστο μεταβολισμό και γλυκαιμικό έλεγχο.
  • Έμφαση σε μονοακόρεστα και πολυακόρεστα λιπαρά: ψάρια και θαλασσινά (ιδίως λιπαρά ψάρια π.χ. σαρδέλα και σολομός), αβοκάντο, ξηροί καρποί και σπόροι (π.χ. λιναρόσπορος), ταχίνι, ελαιόλαδο.
  • Αποφυγή επεξεργασμένου κόκκινου κρέατος (π.χ. αλλαντικά).
  • Προτίμηση πηγών πρωτεΐνης με μειωμένα ή ανύπαρκτα κορεσμένα λιπαρά: γαλακτοκομικά χαμηλών λιπαρών, όσπρια, αυγό, ξηροί καρποί και σπόροι.

Συνδυασμοί τροφών εντός γευστικών προτιμήσεων, με τη βοήθεια διατροφολόγου.

Ιωάννα Αδαμίδου MS, RD 

Διαιτολόγος – Διατροφολόγος & Βιολόγος